- ἄθηλον
- ἄθηλοςunsuckledmasc/fem acc sgἄθηλοςunsuckledneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κἄθηλον — ἄθηλον , ἄθηλος unsuckled masc/fem acc sg ἄθηλον , ἄθηλος unsuckled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άθηλος — ἄθηλος, ον, (Α) [θηλή] 1. αθήλαστος, αβύζαχτος «οὐδ’ ἐλεῖς τὸ παιδίον ἄθηλον» 2. αυτός που μόλις αποκόπηκε από τον θηλασμό 3. ως ουσ. ο ευνούχος (Σούδα) … Dictionary of Greek